- ξεναγέτης
- ο (Α ξεναγέτης)νεοελλ.άτομο εντεταλμένο να συνοδεύει επίσημο, ξένο που επισκέπτεται μια χώρα, ο ξεναγόςαρχ.πρόσωπο που οδηγούσε και περιποιούνταν τους ξένους ή τους φιλοξενουμένους.[ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + ᾱγέτης, δωρ. τ. τού ἡγέτης (πρβλ. νυμφ. -αγέτης)].
Dictionary of Greek. 2013.